καταβασμος

καταβασμος
    καταβασμός
    κατα-βασμός
    ὅ спуск, склон, покатость (у Aesch. и др. - крутой спуск на границе Египта и Нубии, где образуются нильские пороги - «катаракты»)

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "καταβασμος" в других словарях:

  • καταβασμός — καταβαθμός descent masc nom sg (attic) καταβασμός descent masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβασμός — ο καταβαθμός·. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατα βι βασ μός με συλλαβική ανομοίωση < κατα βι βά ζω] …   Dictionary of Greek

  • καταβαθμός — ο (Α καταβαθμός και αττ. τ. καταβασμός) μέρος από το οποίο κατεβαίνει κάποιος, κατηφορική δίοδος, κατάβαση νεοελλ. ναυτ. μέρος ακτής χωρίς λιμάνι, κατάλληλο όμως για επιβίβαση και αποβίβαση επιβατών και εμπορευμάτων, κν. σκάλα αρχ. ως κύριο όν. ὁ …   Dictionary of Greek

  • καταβασμόν — καταβαθμός descent masc acc sg (attic) καταβασμός descent masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»